См. также в других словарях:
τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * … Dictionary of Greek